- συνουσιώ
- -όω, και -άω, ΜΑ [συνουσία]μέσ. συνουσιοῡμαι, -όομαι, και σπάν. -άομαι1. ενώνομαι ουσιωδώς με κάποιον («συνουσιοῡται μουσικὴ τῇ ψυχῇ», Αλέξ. Αφρ.)2. χημ. αναμιγνύομαιμσν.πραγματοποιώ («ἔρως συνουσιώσας τὴν φιλάλληλον σχέσιν», Πισίδ. Γ.).
Dictionary of Greek. 2013.